λεπτόπους

λεπτόπους
ους , ουν тонконогий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "λεπτόπους" в других словарях:

  • λεπτόπους — λεπτόπους, ουν (Α) αυτός που έχει λεπτά, ισχνά πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + ποῦς (πρβλ. δασύ πους, ταχύ πους] …   Dictionary of Greek

  • λεπτόπους — with small masc nom/voc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτοπόδων — λεπτόπους with small masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτόποδες — λεπτόπους with small masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτόπουν — λεπτόπους with small masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • NOCTUA — Hebr. Thinsemeth, tamquam stupendae et mirabilis iis scil. aviculis, quas stupore perculsas ad se convertit. Insolitâ enim eius forma reliquae aves obstupescunt: quam sic describit non illepidâ fabellâ Gregor. Nazianzenus, Carm. 22. Τὴν γλαῦκ᾿… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • λεπτ(ο)- — (AM λεπτ[ο]) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β συνθετικό (πρβλ. λεπτό γραμμος, λεπτό… …   Dictionary of Greek

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»